- ὤφελλον
- ὤφελλον, [dialect] Ep. for [full] ὤφελον, [tense] aor. 2 of ὀφείλω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὤφελλον — ὀφέλλω IG aor ind act 3rd pl ὀφέλλω IG aor ind act 1st sg ὀφέλλω IG imperf ind act 3rd pl ὀφέλλω IG imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφείλω — (ΑΜ ὀφείλω, Α και ὀφειλέω, επικ. και αρκαδ. τ. ὀφέλλω, αρκαδ. τ. και ὀφήλω) 1. είμαι οφειλέτης, χρωστώ κάτι σε κάποιον, ιδίως χρήματα (α. «ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια», ΚΔ β. «μισθὸς τοῑς στρατιώταις ὠφείλετο», Ξεν.) 2. μτφ. αναγνωρίζω κάτι… … Dictionary of Greek